ὁλοσχερής — whole masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολοσχερής — ές (ΑΜ ὁλοσχερής, ές) ολοκληρωτικός, ολόκληρος, πλήρης, εντελής, τέλειος («ολοσχερής καταστροφή») αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνολο, γενικός, εκτεταμένος, σπουδαίος, μεγάλος («ἅμα δὲ τῷ τούτων ὁλοσχερεστέραν γενέσθαι τὴν συμπλοκήν» … Dictionary of Greek
ὁλοσχερῆ — ὁλοσχερής whole neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὁλοσχερής whole masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὁλοσχερής whole masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοσχερέστερον — ὁλοσχερής whole adverbial comp ὁλοσχερής whole masc acc comp sg ὁλοσχερής whole neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοσχερεστάτων — ὁλοσχερής whole fem gen superl pl ὁλοσχερής whole masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοσχερεστέραις — ὁλοσχερής whole fem dat comp pl ὁλοσχερεστέρᾱͅς , ὁλοσχερής whole fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοσχερεστέρων — ὁλοσχερής whole fem gen comp pl ὁλοσχερής whole masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοσχερεστέρως — ὁλοσχερής whole masc acc comp pl (doric) ὁλοσχερής whole comp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοσχερεῖ — ὁλοσχερής whole masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὁλοσχερής whole masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοσχερεῖς — ὁλοσχερής whole masc/fem acc pl ὁλοσχερής whole masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοσχερές — ὁλοσχερής whole masc/fem voc sg ὁλοσχερής whole neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)